μαλαματώνω

μαλαματώνω
μαλαμάτωσα, μαλαματωμένος, επικαλύπτω την επιφάνεια κάποιου πράγματος με μάλαμα, επιχρυσώνω: Μαλαματωμένο δαχτυλίδι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μαλαματώνω — μαλαματώνω, μαλαμάτωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μαλαματώνω — (Μ μαλαματώνω και μαλαγματώνω) επιχρυσώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλαγματώνω (βλ. μάλαμα) < μάλαγμα] …   Dictionary of Greek

  • μαλαμάτωμα — το [μαλαματώνω] μαλαματοκάπνισμα …   Dictionary of Greek

  • επιχρυσώνω — επιχρύσωσα, επιχρυσώθηκα, επιχρυσωμένος, μτβ., καλύπτω την επιφάνεια αντικειμένου με φύλλα χρυσού ή με λεπτό στρώμα χρυσού, μαλαματώνω, μαλαμοκαπνίζω, βαρακώνω (πρβλ. επαργυρώνω) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρυσώνω — χρύσωσα, χρυσώθηκα, χρυσωμένος 1. καλύπτω κάτι με χρυσό, επιχρυσώνω, μαλαματώνω. 2. διακοσμώ κάτι με χρυσό. 3. φρ., «Nα με χρυσώνουν δεν το κάνω», όσο και να με παρακαλέσουν ή όσα χρήματα και να μου προσφέρουν δε θα το κάνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”